προσέταξε

προσέταξε
προστάσσω
place
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • повелѣти — ПОВЕЛ|ѢТИ (> 2000), Ю, ИТЬ гл. 1.Приказать, велеть, повелеть; установить: Чѧдо алчьнааго накърмi ˫ако же ти самъ г҃ь повелѣлъ. Изб 1076, 11; то же ЗЦ XIV/XV, 9б; Се азъ мьстиславъ володимирь с҃нъ… повелѣлъ ѥсмь с҃нѹ своѥмѹ всеволодѹ ѿдати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BALNEA Mixta — ab Hadriano Caes. sublata. Olim namque viri feminaeque mixtim lavabant, nullô pudore nuditatis: quem turpissimum morem Graecos accepisse a Romanis, in M. Catone queritur Plutarchus. Et quidem tum prim um foeda haec consuetudo incepit, cum Agrippa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταπυρούμαι — καταπυροῡμαι, έομαι (Μ) [κατάπυρος] κατακαίομαι («ἐπιμελῶς προσέταξε καταπυροῡσθαι ταῡτα») …   Dictionary of Greek

  • κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… …   Dictionary of Greek

  • περισκυθίζω — ΜΑ γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ) 2. παθ. περισκυθίζομαι κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» …   Dictionary of Greek

  • σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… …   Dictionary of Greek

  • προσέταξ' — προσέταξα , προστάσσω place aor ind act 1st sg προσέταξε , προστάσσω place aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”